- ζηλωτικος
- ζηλωτικός3ревностный, полный рвения, страстно стремящийся
(περί τι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(περί τι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ζηλωτικός — ζηλωτικός, ή, όν (AM) [ζηλωτής] μσν. αξιοζήλευτος αρχ. 1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής 2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν ο ζήλος … Dictionary of Greek
ζηλωτικός — emulous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικόν — ζηλωτικός emulous masc acc sg ζηλωτικός emulous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικοί — ζηλωτικός emulous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικούς — ζηλωτικός emulous masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικωτάτη — ζηλωτικός emulous fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικῶς — ζηλωτικός emulous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)